παράρρυμα

παράρρυμα
παράρρῡμα or [full] παράρῡμα, ατος, τό, (ἐρύω A)
A anything drawn along or over something :
1 leathern or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, X.HG1.6.19, IG22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for παρατρήματα), LXXEx. 35.11.
2 π. ποδός covering for the foot, S.Fr.527.
3 pl., of fasteners for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. παραρραμμάτων).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραρρυμάτων — παράρρυμα anything drawn along neut gen pl παραρρῡμάτων , παράρρυμα anything drawn along neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρύματα — παράρρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc pl παραρρύ̱ματα , παράρρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρύματα — παράρρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc pl παράρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράρυμα — παράρρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc sg παράρυμα anything drawn along neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάβλημα — το (Α κατάβλημα) [καταβάλλω] κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά. αρχ. 1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.) 2. (για πλοία) παράρρυμα*, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων …   Dictionary of Greek

  • παράλωμα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) καθετί που σύρεται κατά μήκος ενός πράγματος και χρησιμεύει ως παραπέτασμα, κράσπεδο, παράρρυμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λῶμα «άκρο, ραφή υποδήματος»] …   Dictionary of Greek

  • παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… …   Dictionary of Greek

  • παράρραμα — ατος, τὸ, Α (δ. ανάγν.) αντί παράρρυμα* …   Dictionary of Greek

  • παράρρυσις — εως, ἡ, Α το παράρρυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)] …   Dictionary of Greek

  • παράτρημα — τὸ, Α (εσφ. ανάγν.) αντί παράρρυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”